ισονοώ

ισονοώ
ἰσονοῶ, -έω (Α)
1. νοώ, σκέπτομαι, αντιλαμβάνομαι κατά τον ίδιο τρόπο
2. παθ. ἰσονοοῡμαι, -έομαι
θεωρούμαι ισοδύναμος, λογίζομαι ισότιμος, ισάξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + νοῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”